διαπόρημα

διαπόρημα
το (Α διαπόρημα) [διαπορώ]
απορία, αμφιβολία, αμφιταλάντευση
αρχ.
ανησυχία, αδημονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπόρημα — vexed question neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορημάτων — διαπόρημα vexed question neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορήμασιν — διαπόρημα vexed question neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορήματα — διαπόρημα vexed question neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορήματος — διαπόρημα vexed question neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπόρηση — η (Α διαπόρησις, εως) [διαπορώ] δυσχέρεια, αδυναμία αρχ. 1. απορία, διαπόρημα 2. ρητορικό σχήμα με το οποίο διατυπώνεται προσποιητή απορία για γνωστό θέμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”